χαραγματιά

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

και χαραματιά, η, Ν
το αποτέλεσμα του χαράζω («έκανε μια χαραγματιά πάνω στο ξύλο με το μαχαίρι»)
2. σημάδι, ίχνος χάραξης, χαρακιά («έχει χαραγματιές η πόρτα από τα νύχια του σκύλου»)
3. (μόνον στον τ. χαραματιά) χαραμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραγμα / χάραμα + κατάλ. -τιά (πρβλ. δαγκωμα-τιά)].