χλοερός
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
ά, όν,
A verdant, ὄζος Hes.Sc.393; ·χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς E.Ba. 866 (lyr.); χ. στάδια, ῥέεθρα, Id.Ion497 (lyr.), Ph.660(lyr.); χ. ὑλώδη πάγον S.Ichn.215; χ. μέλεα Theocr.27.67.
German (Pape)
[Seite 1359] poet. = χλωρός; Hes. Sc. 393; δεῖμα Eur. Suppl. 617; ῥόδεα πέταλα Her. 249; Bacch. 866; μέλεα Theocr. 27, 65; Thall. 4 (IX, 220).
Greek (Liddell-Scott)
χλοερός: χλοερότης, ἴδε ἐν λ. χλωρ-.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
c. χλωρός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χλοερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
χλωρός, πράσινος (α. «χλοερό λιβάδι» β. «ἐκ τόπων χλοερῶν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(ιδίως για τόπο) καλυμμένος με χλόη
αρχ.
μτφ. ζωηρός, ακμαίος («ὣς οἳ μὲν χλοεροῑσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].