φανατισμός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ο, Ν
1. απόλυτη, μανιώδης αφοσίωση σε μια θρησκεία, πίστη, ιδέα ή σε έναν πολιτικό σχηματισμό ή σε ένα πολιτικο-κοινωνικό σύστημα, η οποία συνήθως εξωθεί σε μίσος και έχθρα ή και σε βιαιότητες κατά τών αντιφρονούντων
2. (κατ' επέκτ.) τυφλή και αλόγιστη εμπάθεια που εξαλείφει κάθε στοιχείο κριτικής σκέψης και κάθε όριο ανοχής απέναντι στις αντίθετες απόψεις, μισαλλοδοξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fanatisme (βλ. λ. φανατικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 σε Έγγραφα της Ιεράς Συνόδου].