Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμπανοκρουσία

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

η, Ν
1. η κρούση του τύμπανου, τυμπανισμός
2. μτφ. θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση («η πρεμιέρα του θεατρικού έργου έγινε με τυμπανοκρουσίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].