ὑπεγείρω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
A rouse gradually, ἑαυτόν Philostr.VS1.21.5; βραχίονα Id.Im.1.24, cf. Ael.NA6.1.
German (Pape)
[Seite 1184] (s. ἐγείρω), allmälig erwecken, aufregen, Philostr. u. a. Sp., wie Ael. N. A. 6, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεγείρω: ἐγείρω βαθμηδόν, κατὰ μικρόν, Φιλόστρ. 519, 799, κλπ.
French (Bailly abrégé)
éveiller doucement ; fig. exciter peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἐγείρω.
Greek Monolingual
Α ἐγείρω
1. σηκώνω λιγάκι («ὑπεγείρων τὸ οὖς», Φιλόστρ.)
2. διεγείρω, ξεσηκώνω σταδιακά («ἐαυτὸν ὑπεγείρων καὶ τοὺς ἀκροωμένους», Φιλόστρ.).