φωλιά
Greek Monolingual
η / φωλεά, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φωλεά Ν
κατοικία ζώων, ιδίως πουλιών
νεοελλ.
1. ζωολ. κατασκευή που ετοιμάζει ένα ζώο για να στεγάσει τα αβγά του, τα νεογνά του ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μόνον τον εαυτό του
2. μτφ. α) απόκρυφο καταφύγιο, κρησφύγετο («φωλιά τρομοκρατών»)
β) απόμερο οίκημα ερωτευμένων («αυτό το ξενοδοχείο είναι φωλιά για τα ζευγαράκια»)
γ) καθεμία από τις θέσεις σε οργωμένο αγρό στις οποίες παραχώνονται σπόροι ή κόνδυλοι φυτών για να φυτρώσουν
3. φρ. α) «πυροσβεστική φωλιά» — μεταλλικό κιβώτιο μέσα στο οποίο τοποθετείται πυροσβεστήρας και το οποίο βρίσκεται σε ευδιάκριτη θέση διαφόρων κτηρίων
β) «φωλιά αντίστασης»
στρ. κάθε εδαφικό σημείο που έχει ειδικά οργανωθεί για άμυνα
γ) «φωλιά πολυβόλου»
στρ. οχυρωμένη θέση όπου είναι τοποθετημένο πολυβόλο
δ) «φωλιά κόρακα»
ναυτ. σκοπιά που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του πρωραίου ιστού, κν. κορακοφωλιά
3. παροιμ. «ο διάολος δεν χαλάει τη φωλιά του» — δηλώνει ότι ένας κακοποιός δεν βλάπτει εκείνους που τον υποθάλπουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φωλεός. Ο νεοελλ. τ. φωλιά με συνίζηση (πρβλ. ελιά: ελαία, συκιά: συκέα)
για ετυμολ. βλ. λ. φωλεός.