πυροσβεστήρας
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
ο, Ν
τεχνολ. φορητή ή κινητή συσκευή που χρησιμοποιείται για την κατάσβεση πυρκαγιάς μικρής εκτάσεως με την προσβολή της από ουσία που ψύχει το καιόμενο υλικό, καταπνίγει τη φλόγα με στέρηση οξυγόνου ή υπεισέρχεται στις συντελούμενες μέσα στη φλόγα αντιδράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -σβεστήρας (< σβέννυμι «σβήνω» + επίθημα -τήρας). Η λ., στον πληθ. πυροσβεστῆρες, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].