φούντωμα

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

Greek Monolingual

(I)
το, Ν [[[φουντώνω]] (Ι)]
1. το να αναπτύσσει πυκνά φύλλα και κλαδιά ένα φυτό ή ένα σύνολο φυτών (α. «το φούντωμα της ελιάς» β. «το φούντωμα του δάσους»)
2. δυνάμωμα, ένταση, επέκταση, διάδοση (α. «το φούντωμα της φωτιάς» β. «το φούντωμα της επανάστασης» γ. «το φούντωμα της επιδημίας»)
3. έξαψη, υπερβολική οργή, θυμός
4. στενό ορεινό πέρασμα, δερβένι.———————— (II)
το, Ν [[[φουντώνω]] (II)]
η τοποθέτηση φουντιών στα βαρέλια.