ὑμεῖς

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

German (Pape)

[Seite 1177] äol. u. ep. ὔμμες (das einzige Wort, in dem auch bei Hom. zu Anfang υ mit dem spiritus lenis vorkommt), ion. ὑμέες, dor. ὑμές, – gen. ὑμῶν, ion. u. ep. ὑμέων, bei Hom. stets zweisylbig zu lesen, auch ὑμείων, Il.; – dat. ὑμῖν, äol. u. ep. auch ὔμμιν, ὔμμι, wie Pind. Ol. 13, 14 P. 2, 3, bei den Tragg. auch ὑμίν, enklitisch ὗμιν und ὕμιν; – acc. ὑμᾶς, ion. u. ep. ὑμέας, bei Hom. stets zweisylbig zu lesen, äol., auch bei Hom. ὔμμε, wie Pind. Ol. 8, 15 I. 5, 19, dor. ὑμέ, bei den Tragg. auch ὑμάς, enklitisch ὕμας und ὗμας; – Pronomen der zweiten Person in der Mehrzahl, ihr, euer, euch; zuweilen auch bei einem collectiven singul., wie Od. 21, 81. 82; vgl. Böckh expl. Pind. P. 7 extr.

French (Bailly abrégé)

ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς;
vous, plur. de σύ.
Étymologie: σύ.

English (Strong)

irregular plural of σύ; you (as subjective of verb): ye (yourselves), you.

Greek Monolingual

ὑμεῑς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α
(ονομ. πληθ. της προσ. αντων. β' πρόσ. συ) εσείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. του πληθυντικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. (y)us-(s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και είναι ανάλογοι στον σχηματισμό και την κλίση τους με τους τ. του α' προσώπου (βλ. λ. ἡμεῖς). Στην ονομαστική μαρτυρούνται οι τ. αιολ. ὔμμες, δωρ. ὑμές, στη γενική ο αιολ. τ. ὐμμέων, ο δωρ. ὑμέων, ο ομηρ. ὑμείων, στη δοτική οι τ. ὔμμι και ὔμμιν στον Όμηρο, και ὑμίν στη δωρική και, τέλος, στην αιτιατική ο αιολ. τ. ὔμμε και δωρ. ὑμέ. Στην ιωνική και αττική διάλεκτο η κλίση ακολουθεί το πρότυπο του α' προσώπου: ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμέας / ὑμᾶς. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. εσείς / σεις, από το θ. του εν. σύ και κατά το πρότυπο του εμείς].