τσικουδιά

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

η, Ν τσίκουδο
1. βοτ. κοινή ονομασία καθενός από τα είδη του γένους φυτών πιστακία της οικογένειας ανακαρδιίδες που απαντούν στην Ελλάδα
2. οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται με απόσταξη στεμφύλων, αλλ. ρακή ή τσίπουρο.