υπερώο

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source

Greek Monolingual

το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α
το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ' ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.)
νεοελλ.
εξώστης θεάτρου ή κινηματογράφου, γαλαρία
μσν.-αρχ.
το επάνω μέρος του σπιτιού, ο τελευταίος όροφος, στον οποίο διέμεναν συνήθως οι γυναίκες (α. «ἐν ὑψηλῷ ὑπερώῳ τῆς οἰκίας ἀνατολῆς», Θεοδώρ.
β. «παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾱσα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ὑπερῴα].