υπερώο
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
Greek Monolingual
το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α
το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ' ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.)
νεοελλ.
εξώστης θεάτρου ή κινηματογράφου, γαλαρία
μσν.-αρχ.
το επάνω μέρος του σπιτιού, ο τελευταίος όροφος, στον οποίο διέμεναν συνήθως οι γυναίκες (α. «ἐν ὑψηλῷ ὑπερώῳ τῆς οἰκίας ἀνατολῆς», Θεοδώρ.
β. «παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾱσα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ὑπερῴα].