ὑπερῴα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερῴα Medium diacritics: ὑπερῴα Low diacritics: υπερώα Capitals: ΥΠΕΡΩΑ
Transliteration A: hyperṓia Transliteration B: hyperōa Transliteration C: yperoa Beta Code: u(perw/|a

English (LSJ)

Ion. ὑπερῴη, ἡ, palate, Il.22.495, Hp.Mochl.39, Plu.Cat.Ma.9, Gal.6.828, 17(2).439, UP11.11, Aristid.Or.47(23).69, al.; ὑπερῷα (v.l. -ώα) Arist.HA492b26:—elsewhere οὐρανός, οὐρανίσκος (καὶ οὐρανίσκου καὶ ὑπερῴας Gal.18(2).286, where one cod. omits καὶ οὐρανίσκου). (Cf. ὑπερῷος.)

German (Pape)

[Seite 1204] ἡ, ion. ὑπερῴη, der Gaumen; Il. 22, 495; Plut. Cat. mai. 9; eigtl. fem. von ὑπερῷος, sc. ὑπήνη.

French (Bailly abrégé)

v. ὑπερῷος.

Greek Monolingual

η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α
ανατ. η οροφή του στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος
νεοελλ.
φρ. α) «σκληρά υπερώα»
ανατ. το πρόσθιο τμήμα της υπερώας, το οποίο σχηματίζεται από τις υπερώιες αποφύσεις της άνω γνάθου και από τα οριζόντια πέταλα τών υπερώιων οστών και καλύπτεται από παχύ βλεννογόνο
β) «μαλακή υπερώα»
ανατ. ινομυώδες πέταλο που συγκροτεί το οπίσθιο τμήμα της υπερώας και καταλήγει σε ένα οπίσθιο ελεύθερο χείλος από το κέντρο του οποίου κρέμεται η σταφυλή ή κιονίδα, αλλ. υπερώιο ιστίο
μσν.
το ὑπερῷον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ὑπερῴα, ὑπερῷον, ὑπερῷος πρέπει να αναχθούν στην πρόθεση ὑπέρ και έχουν προέλθει, πιθ. μέσω ενός τ. ὑπέρ-ω σχηματισμένου κατά τα επιρρ. σε -ω, πρβλ. ἄν-ω, κάτ-ω (πρβλ. και τον τ. του υπερθ. ὑπερώτατος)].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερῴα: ион. ὑπερῴη ἡ физиол. небо Hom., Arst., Plut.

Frisk Etymology German

ὑπερῴα: {huperōía}
Forms: ion. f. -ῴη
Meaning: Gaumen (Χ 495, Hp., Arist., Plu. u.a.).
Derivative: Daneben ὑπερώϊον, -ῳ̃ον n. Oberstock, Obergemach, Dachstube, Bodenkammer (Hom., Ar., Inschr., Pap., LXX, Act. Ap. u.a.; zur Bed. Wace JHSt. 71, 203f.). Adj. ὑπερώϊος, -ῳ̃ος ‘zum ὑπερῳ̃ον gehörig, oben befindlich, oben wohnend’ (LXX, hell. u. sp. Inschr., D. H., Plu. u.a.).
Etymology : Von ὑπέρ; Bildung nicht aufgeklärt. Am einfachsten wäre, mit WP. 1, 192 (Schwyzer-Debrunner 518) von einem Adv. *ὑπέρω (vgl. ὑπερώτατος Pi.) wie ἄνω, κάτω (vgl. auch πρώϊος mit Reichelt KZ 43, 107) auszugehen. Frühere unbefriedigende Erklärungsversuche bei Bq; dazu noch Grošelj Živa Ant. 4, 176 (nach Schweizer-Siedler KZ 12, 309).
Page 2,969

Translations

palate

Albanian: qiellzë; Arabic: ⁧حَنَك⁩; Egyptian Arabic: ⁧سقف حلق⁩, ⁧حنك⁩; Armenian: քիմք; Basque: ahosabai; Belarusian: паднябенне, нёба; Bikol Central: ngaragngag; Brunei Malay: langit-langit; Bulgarian: небце; Catalan: paladar; Chinese Mandarin: 上顎/上颚, 口蓋/口盖, 齶/腭; Cornish: stevnik; Crimean Tatar: tañlay; Czech: patro; Dutch: gehemelte, verhemelte; Erzya: кургоменель; Esperanto: palato; Finnish: suulaki, kitalaki; French: palais,; Galician: teito da boca, ceo da boca, padal; Georgian: სასა; German: Gaumen; Greek: ουρανίσκος; Ancient Greek: ὄρανος, οὐρανίσκος, οὐρανός, ὑπερῴα, ὑπερῴη, ὠρανός; Hebrew: ⁧חֵךְ⁩; Hungarian: szájpadlás; Icelandic: gómur; Ingrian: suulaki; Irish: carball; Italian: palato; Japanese: 口蓋, 上顎; Kapampangan: alangalang, telabanwa; Khmer: ពិតានមាត់; Korean: 입천장, 구개; Latin: palatum; Lithuanian: gomurys; Luxembourgish: Gumm; Macedonian: непце; Maguindanao: pelag; Malay: lelangit; Manx: cleea veal; Maori: pikiarero; Maranao: pelak; Mari Eastern Mari: ношмо; Mopan Maya: ka'an u chi', yok'olil u chi'; Navajo: azahatʼágí; Norman: palais; Old English: gōma; Ottoman Turkish: ⁧طاماق⁩; Persian: ⁧کام⁩; Plautdietsch: Mulbän; Polish: podniebienie; Portuguese: palato, céu da boca; Romanian: palat, cerul gurii; Russian: нёбо; Scottish Gaelic: bràigh-beòil; Serbo-Croatian Cyrillic: непце; Roman: nepce; Slovak: podnebie; Slovene: nebó; Southern Altai: таҥдай; Spanish: paladar; Swahili: kaakaa; Swedish: gom; Tagalog: ngalangala, asngal; Tibetan: དཀན; Turkish: damak; Ukrainian: піднебі́ння, небо; Vietnamese: vòm miệng; Volapük: palat; Welsh: taflod y genau, taflod; West Frisian: ferwulft, ferwulf; Yiddish: ⁧גומען⁩