ὑλοβάτης

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοβάτης Medium diacritics: ὑλοβάτης Low diacritics: υλοβάτης Capitals: ΥΛΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: hylobátēs Transliteration B: hylobatēs Transliteration C: ylovatis Beta Code: u(loba/ths

English (LSJ)

[ῡ, ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ,

   A one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.

Greek Monolingual

ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυρο-βάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].