τσόφλι
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
Greek Monolingual
και τσώφλι και τσέφλοιο και τσέφλι και τσόφλιο και τσώφλοιο, το, Ν
1. κέλυφος («το τσόφλι του αβγού»)
2. (κατ' επέκτ.) φλοιός καρπού, φλούδα
3. μτφ. (περιφρονητικά) τιποτένιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. djefl. Οι γρφ. με -οι προέρχονται από επίδραση της λ. φλοιός, ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει από τ. εξώφλοιον (< έξω + φλοιός), οπότε μπορούν να ερμηνευθούν οι τ. με -ω- και με απλοποίηση -ο-].