ὑποσκευάζω
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
A repair, dub. l. in PTeb.5.74 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκευάζω: παρασκευάζω ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἤδη διὰ βάθους ἐν ταῖς ῥίζαις ὑποσκευασθέντος τοῦ σπέρματος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 1063D.
Greek Monolingual
Α
παρασκευάζω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατα-σκευάζω.