Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφαγείο

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν σφαγή
νεοελλ.
1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο
2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση ανθρώπου
β) κατάστημα του οποίου τα προϊόντα έχουν πολύ υψηλές τιμές
γ) χαρτοπαικτική συγκέντρωση όπου ορισμένοι χαρτοπαίκτες κλέβουν τους άλλους
δ) παράνομος οίκος ανοχής στον οποίο παρασύρονται νεαρά κορίτσια ή παντρεμένες γυναίκες
ε) βιομηχανικά σφαγεία»
(τροφ. τεχνολ.) σφαγεία που αποτελούν βιομηχανικό συγκρότημα με εγκαταστάσεις ψύξης και κατάψυξης του κρέατος, τμήμα τεμαχισμού και τυποποίησης του κρέατος, αλλαντοποιείο-κονσερβοποιείο και εγκαταστάσεις επεξεργασίας τών παραπροϊόντων τών σφαγείων
στ) «υγειονομικό σφαγείο»
(τροφ. τεχνολ.) ιδιαίτερος χώρος του σφαγείου με δικό του εξοπλισμό στον οποίο σφάζονται τα άρρωστα ή τα ύποπτα ασθένειας ζώα
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το αίμα ζώων που είχαν θυσιαστεί.