ταμπού

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. (σε πρωτόγονους πολιτισμούς) πρόσωπο ή πράγμα που θεωρείται ιερό ή μιαρό και του οποίου η χρήση ή η επαφή απαγορεύεται από τη θρησκεία
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που θεωρείται αυστηρά απαγορευμένο και, κυρίως, το σύνολο τών απόψεων, τών πράξεων ή τών λέξεων που θεωρούνται ότι έρχονται σε αντίθεση με το κατεστημένο σύστημα μιας κοινωνίας (α. «αυτές οι αντιλήψεις αποτελούν ταμπού για την κοινωνία μας» β. «σε πολλές ωκεανικές φυλές απαγορεύεται η ομιλία την ώρα του φαγητού επειδή θεωρείται ταμπού» γ. «η λέξη αρκούδα στα σλαβικά υποκαθίσταται από τη λέξη μελοφάγος επειδή θεωρείται ταμπού»)
3. μτφ. ηθικός περιορισμός ή προκατάληψη («έχει πολλά ταμπού σε ό,τι αφορά τις σχέσεις τών δύο φύλων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taboo / tabu < πολυνησ. tabu «απαγορευμένο»].