τίτυρος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de grand singe à courte queue;
2 bélier avec une sonnette au cou pour conduire le troupeau.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(δωρ. τ.)
1. βραχύουρος πίθηκος
2. (στη Λακωνία) τιτυρίς
3. ως κύριο όν. Τίτυρος
α) Σάτυρος («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.)
β) σύνηθες όνομα ποιμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ. με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. από την περιοχή της Μικράς Ασίας, σχετική με τη λατρεία του Διονύσου (βλ. και λ. Σάτυρος). Κατ' άλλη άποψη, τόσο η λ. Τί-τυ-ρος όσο και η λ. Σά-τυ-ρος ανάγονται σε ΙΕ ρίζα tū- «φουσκώνω, πρήζομαι»].———————— (II)
ὁ, Α
κάλαμος ή αυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το κύριο όνομα Τίτυρος (βλ. λ. τίτυρος [Ι])].———————— (III)
και τιτύρας, ὁ, Α
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ.].