ταγγή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (ταγγός)
A rancidity, Alex.Aphr.Pr.2.70. II a kind of scrofulous tumour, Hp.Epid.2.1.7.
German (Pape)
[Seite 1063] ἡ, auch τάγγος, τό, 1) das Ranzigsein, -werden. Daher – 2) eine Art Geschwulst, Hippocr. u. sp. Medic.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν
τάγγιση
αρχ.
είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ. stinken «βρομάω») και αρχ. νορβ. st?kr «με άσχημη μυρωδιά» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].