σχεδιάγραμμα
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
το, Ν
1. απεικόνιση, με προβολή, ενός αντικειμένου πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, πλάνο («σχεδιάγραμμα πλατείας»)
2. αρχική διατύπωση, σε γενικές γραμμές, ενός κειμένου που υπόκειται σε μεταβολές ή διορθώσεις, σχέδιο («το σχεδιάγραμμα της έκθεσης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + -γράμμα (< γράφω), πρβλ. ιδεό-γραμμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].