σχεδιάγραμμα

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

το, Ν
1. απεικόνιση, με προβολή, ενός αντικειμένου πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, πλάνοσχεδιάγραμμα πλατείας»)
2. αρχική διατύπωση, σε γενικές γραμμές, ενός κειμένου που υπόκειται σε μεταβολές ή διορθώσεις, σχέδιο («το σχεδιάγραμμα της έκθεσης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + -γράμμα (< γράφω), πρβλ. ιδεό-γραμμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].