τανύδρομος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
Menander, Sententiae, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύδρομος Medium diacritics: τανύδρομος Low diacritics: τανύδρομος Capitals: ΤΑΝΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: tanýdromos Transliteration B: tanydromos Transliteration C: tanydromos Beta Code: tanu/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running at full stretch, A.Eu.371 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1067] den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύδρομος: -ον, ὁ τρέχων πάσῃ δυνάμει, σφαλερὰ τανυδρόμοις κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμεν. 371, πρβλ. τανύω ἐν τέλει, ταναύπους.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court vivement, agile.
Étymologie: τανύω, δραμεῖν.

Greek Monolingual

και τανυσίδρομος, -ον, Α
αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάννμαι «τεντώνομαι» + -δρόμος (< δρόμος). Ο τ. ταννσί-δρομος είναι αμφβλ. (πρβλ. ταννσίσκοπος)].