τερατογένεση

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(βιολ.-ιατρ.) α) σύνολο εξεργασιών που οδηγούν στην παραγωγή ενός τέρατος, ενός μορφολογικά και λειτουργικά ανώμαλου οργανισμού ως συνέπεια διαμαρτιών διάπλασης
β) η πειραματική παραγωγή ανωμαλιών ανάπτυξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratogenesis (< τέρας, -ατος + γένεση)].