τηθία
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
ἡ,
A = τήθη, old woman, Eust.971.43.
German (Pape)
[Seite 1105] ἡ, = τηθίς, übh. ehrendes Anredewort an alte Frauen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τηθία: ἡ, = τήθη ἢ τηθίς, Εὐστ. 971. 43.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ τήθη
1. η τήθη, η γιαγιά
2. τιμητική προσφώνηση σε ηλικιωμένες γυναίκες.