τεκμηρίωση
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
η / τεκμηρίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια
νεοελλ.
1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και κυκλοφορία τών τεκμηρίων, τών δεδομένων και τών πληροφοριών
2. (πληροφ.) το σύνολο τών πληροφοριών που πρέπει να συνοδεύουν ένα πρόγραμμα διευκολύνοντας την κατανόησή του και, μέσω αυτής, την εκμετάλλευση και την εξέλιξή του
3. φρ. α) «αυτόματη τεκμηρίωση»
(πληροφ.) τεκμηρίωση που αξιοποιώντας τη μεγάλη χωρητικότητα αποθήκευσης πληροφοριών την οποία έχει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής καθώς και την ικανότητα επεξεργασίας τους, αυτοματοποιεί τη διάδοση τών πληροφοριών και την αναδρομική αναδίφηση σε βιβλιογραφικές τράπεζες δεδομένων
β) «αναδρομική τεκμηρίωση»
(πληροφ.) η αναζήτηση και πρόσκτηση συγκεκριμένων στοιχείων-δεδομένων μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεκμηριῶ, -ώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. documentation, γερμ. Dokumentation].