τοξόδαμνος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον,
A subduing with the bow, τ. Ἄρης the war of archers, i.e. the Persians (cf. τόξον 1.1), ib. 86 (lyr.); Ἄρτεμις E.Hipp.1451, cf. Diph.30, Lyc. 1331.
German (Pape)
[Seite 1128] bogengewaltig, den Bogen beherrschend, Ἄρης, Aesch. Pers. 86; oder mit dem Bogen überwältigend, tödtend, Artemis, Eur. Hipp. 1451; Diphil. bei Ath. VI, 223 a; Lycophr. 1331.
Greek (Liddell-Scott)
τοξόδαμνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ τόξου δαμάζων, τ. Ἄρης, ὁ πόλεμος τῶν τοξοτῶν, δηλ. τῶν Περσῶν (πρβλ. τόξον Ι). Αἰσχύλ. Πέρσ. 86· Ἄρτεμις Εὐρ. Ἱππ. 1451· τοξόδαμνε παρθένε Δίφιλος ἐν «Ἐλενηφοροῦσιν» 1. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τοξοδάμας.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που δαμάζει με το τόξο («τοξόδαμνος Ἄρτεμις», Ευρ.)
2. φρ. «τοξόδαμνος Ἄρης» — πόλεμος που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. πρωτό-δαμνος].