τοποθέτηση
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
Greek Monolingual
η, Ν
1. το να τοποθετεί κάποιος κάτι, να το βάζει σε μια θέση («η τοποθέτηση τών βιβλίων έγινε στην τύχη»)
2. (δημ. δίκ.) α) ο καθορισμός της θέσης στην οποία πρόκειται να υπηρετήσει ένας υπάλληλος
β) ο διορισμός υπαλλήλου ή στελέχους σε μια θέση («τοποθέτηση δύο καρδιολόγων στο νοσοκομείο»)
3. φρ. «τοποθέτηση κεφαλαίων» — η επένδυση κεφαλαίων σε χρηματιστηριακούς τίτλους, σε χρυσό, σε ακίνητα, σε τραπεζικές καταθέσεις κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοποθετώ. Η λ., στον λόγιο τ. τοποθέτησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].