τρισμακάριστος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμᾰκάριστος Medium diacritics: τρισμακάριστος Low diacritics: τρισμακάριστος Capitals: ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: trismakáristos Transliteration B: trismakaristos Transliteration C: trismakaristos Beta Code: trismaka/ristos

English (LSJ)

[ᾰρ], η, ον,

   A = τρίσμακαρ, Luc.Vit.Auct.12: Sup. -τότατος MAMA1.267 (near Laodicea Combusta).

Greek (Liddell-Scott)

τρισμᾰκάριστος: -η, -ον, = τρίσμακαρ, τρισευδαίμων, τρισόλβιος, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d’envie.
Étymologie: τρίς, μακαρίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισμακάριστος, -ον ΝΜΑ
τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί.
β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμ-μαχάριστος].