τυρί
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
το / τυρίον, ΝΜΑ, και τυρίν Μ τυρός
γαλακτοκομικό προϊόν που παρασκευάζεται από γάλα με πήξιμο της τυρίνης του, με την επίδραση πυτιάς (α. «μαλακό τυρί» β. «σκληρό τυρί»).