τυρί

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

το / τυρίον, ΝΜΑ, και τυρίν Μ τυρός
γαλακτοκομικό προϊόν που παρασκευάζεται από γάλα με πήξιμο της τυρίνης του, με την επίδραση πυτιάς (α. «μαλακό τυρί» β. «σκληρό τυρί»).