τσουκνίδα

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

και τσικνίδα, η, Ν
κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ούρτικα, της οικογένειας ουρτικίδες ή κνιδίδες, του οποίου τα εναέρια τμήματα φέρουν λεπτές κωνικές και κοίλες τρίχες που περιέχουν μυρμηκικό οξύ και προκαλούν τον χαρακτηριστικό έντονο κνησμό όταν έλθουν σε επαφή με το δέρμα ανθρώπου ή ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κνίδη «το φυτό τσουκνίδα», σχετικά, όμως, με τον τρόπο σχηματισμού της λ. έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως η αναγωγή της σε τ. ακανθο-κνίδη (< άκανθα + κνίδη) ή, κατ' άλλους, κυνο-κνίδη (< κύων, κυνός + κνίδη), απ' όπου με συγκοπή κυκνίδα και στη συνέχεια τσουκνίδα με τσιτακισμό και τροπή του -υ- σε -ου-. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών τ. τσούχτρα και κνίδη.