ὑδερικός

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδερικός Medium diacritics: ὑδερικός Low diacritics: υδερικός Capitals: ΥΔΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: hyderikós Transliteration B: hyderikos Transliteration C: yderikos Beta Code: u(deriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dropsical, διάθεσις Gal.8.380. Adv. -κῶς Id.15.167:—as Subst., ὁ ὑ. dropsical patient, Ruf. ap. Orib.7.26.129, Orib.9.42.1.

German (Pape)

[Seite 1172] wassersüchtig, ὑδερικὸν ἀῤῥώστημα, Wassersucht, Plut. Ant. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδερικός: -ή, -όν, (ὕδερος) ὑδρωπικός, διάθεσις Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ ὑδερικός, ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὕδερος
1. υδρωπικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὑδερικός
αυτός που πάσχει από ὕδερο.