υδροστάθμη
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
η, Ν
1. η στάθμη του περιεχόμενου νερού σε δοχείο, λέβητα, δεξαμενή κ.ά.
2. φυσ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων υγρού που βρίσκεται σε ισορροπία και στα οποία ασκείται η ίδια πίεση
3. μικρός εξωτερικός γυάλινος σωλήνας που δείχνει τη στάθμη του νερού μέσα σε έναν λέβητα
4. υδροστάτης, κν. νεροζύγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + στάθμη (πρβλ. χωρο-στάθμη). Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].