ὑπειδόμην
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
aor. Med. (inf. ὑπιδέσθαι, part. ὑπιδόμενος, in codd. freq. written ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, as if from a pres. ὑπείδομαι, which is found in late Gr., v. infr. 111):—
A view from below, behold, E. Supp.694; of a prophetic vision, τὴν τύχην θ' ὑπειδόμην τὴν σήν, ἃ πείσῃ τ' . . Id.Hyps.Fr.60.37. II metaph., mistrust, suspect, Id.Ion1023, Plb.1.66.6, etc. 2 perceive, detect, ὡς . . Dam.Pr. 429. III seem, ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῖν which he appears to mean, ib.345.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπειδόμην: μέσ. ἀόρ. (ἀπαρ. ὑπιδέσθαι, μετοχ. ὑπιδόμενος, ἐν τοῖς ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, ὡς ἐξ ἐνεστ. ὑπείδομαι, ὅστις δέν εὑρίσκεται)· - θεωρῶ κάτωθεν, θεωρῶ, παρατηρῶ, Εὐρ. Ἱκέτ. 694. ΙΙ. μεταφορ., ὑποπτεύω, δυσπιστῶ, Λατ. suspicari, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1023, Πολύβ. 1. 66, 6, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Moy. de ὑφοράω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ανακαλύπτω
2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω
2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἶδον / εἰδόμην. Ο τ. αποτελεί αόρ. του ρ. ὑφορῶ].