ὑφορβός
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
ὁ,
A v. συφορβός, and add PPetr.2p.113 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1246] ὁ, wie συφορβός, ὑοφορβός, Sauhirt, Od. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφορβός: ἴδε συφορβός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
porcher.
Étymologie: ὗς, φέρβω.
English (Autenrieth)
(ὗς, φέρβω): swineherd; with ἆνέρες, Od. 14.410. (Od.)
Greek Monolingual
και ὑοφορβός, ὁ, Α
(επικ. τ.) ο χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ἱππο-φορβός].