εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Full diacritics: φαωτός | Medium diacritics: φαωτός | Low diacritics: φαωτός | Capitals: ΦΑΩΤΟΣ |
Transliteration A: phaōtós | Transliteration B: phaōtos | Transliteration C: faotos | Beta Code: fawto/s |
ά, όν,
A = φαιός, χλαῖνα Schwyzer 323 C24 (Delph., iv B.C.).
-ή, -όν, Α
λευκόφαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. φαιός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φαιῶ / -όω (πρβλ. ὑπο-φαιῶ) με υφαίρεση του -ι- (φαωτός αντί φαιωτός) προς αποφυγή της χασμωδίας].