φερέμηλος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ον,
A = πολύμηλος, νᾶσοι Pi.Pae.5.38.
English (Slater)
φερέμηλος, -ον
1 producing sheep καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για νήσο) αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολύμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -μηλος (< μῆλον [ΙΙ] «πρόβατο»), πρβλ. δεξί-μηλος].