φιλαργυρία
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
ἡ,
A love of money, avarice, Hp.Ep.16, Democr. 222, Isoc.8.96, Din.1.22, Diph.94, Plb.9.25.4, al., 1 Ep.Ti.6.10, etc.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Geldliebe, Habsucht; Isocr. 8, 96; Din. 1, 22; Pol. 9, 25, 4; Sp., wie Nicarch. 18 (XI, 169); Luc. Nigr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαργυρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ ἀργυρίου, ἀπληστία, Ἰσοκρ. 178D, Δείναρχ. 93. 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 14, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de l’argent, avarice.
Étymologie: φιλάργυρος.
English (Strong)
from φιλάργυρος; avarice: love of money.
English (Thayer)
φιλαργυριας, ἡ (φιλάργυρος), love of money, avarice: Isocrates, Polybius, Cebes (399 B.C.>) tab. c. 23; Diodorus 5,26; (Diogenes Laërtius 6,50; Stobaeus, flor. 10,38; Philo de mat. nom. § 40); Plutarch, Lucian, Herodian, 6,9, 17 (8); Trench, Synonyms, § xxiv.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλάργυρος
υπερβολική αγάπη για τα χρήματα, φιλοχρηματία, τσιγκουνιά (α. «τον έφαγε η φιλαργυρία του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ.
γ. «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», ΚΔ).