φιλοσοφικός

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσοφικός Medium diacritics: φιλοσοφικός Low diacritics: φιλοσοφικός Capitals: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: philosophikós Transliteration B: philosophikos Transliteration C: filosofikos Beta Code: filosofiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A concerned with φιλοσοφία, λόγοι Artem.5.83.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φιλοσοφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φιλόσοφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοσοφία (α. «φιλοσοφική θεωρία» β. «φιλοσοφικός στοχασμός»)
νεοελλ.
1. αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική απάθεια»)
2. φρ. α) «φιλοσοφική ανθρωπολογία» — η συστηματική μελέτη του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος
β) «φιλοσοφικό σύστημα» — βλ. σύστημα.
επίρρ...
φιλοσοφικώς / φιλοσοφικῶς, ΝΜΑ, και φιλοσοφικά Ν
κατά τρόπο φιλοσοφικό.