φεμινισμός
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
ο, Ν
αντίληψη και κίνημα που επιδιώκει την οικονομική, πολιτική, σεξουαλική και πολιτιστική ανεξαρτησία της γυναίκας, με την εξασφάλιση ισότητας δικαιωμάτων και ευκαιριών και με την εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων εις βάρος τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feminisme < λατ. femina «γυναίκα» + κατάλ. -isme (βλ. -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].