φριξόθριξ

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φριξόθριξ Medium diacritics: φριξόθριξ Low diacritics: φριξόθριξ Capitals: ΦΡΙΞΟΘΡΙΞ
Transliteration A: phrixóthrix Transliteration B: phrixothrix Transliteration C: friksothriks Beta Code: frico/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ,

   A with bristling hair, Ἰνδοί Ps.-Callisth.3.8.    II making the hair stand on end, EM800.32, Suid.

German (Pape)

[Seite 1307] τριχος, mit struppigem Haare, dem die Haare emporstehen; auch kraushaarig, Ggstz des schlicht herabhangenden Haares; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φριξόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὰς τρίχας ἀνωρθωμένας, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 26. ΙΙ. ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας, κάμνων νὰ σηκωθῶσιν αἱ τρίχες, Ἐτυμ. Μέγ. 800. 32, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-τριχος, ο, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.)
αρχ.
αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ, μεγαλό-θριξ].