φτώχεια
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
η / πτωχεία, ΝΜΑ, και ιων. τ. πτωχηίη Α
η κατάσταση του φτωχού, η στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή, ένδεια, πενία (α. «μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια» β. «ὅς ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηίην ἀπῑκται ἐπὶ γήραος οὐδῷ», Ηρόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) επαιτεία, ζητιανιά
νεοελλ.
1. το σύνολο τών φτωχών, φτωχολογιά
2. παροιμ. «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» — βλ. λόγια
μσν.
παροχή μικρής, ευτελούς βοήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πτωχεία < πτωχεύω, ενώ ο νεοελλ. τ. φτώχεια < φτωχαίνω, κατά το σχήμα ακριβαίνω: ακρίβεια].