φυλάκιση
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
η, Ν
1. εγκλεισμός σε φυλακή
2. το να είναι κανείς μέσα στη φυλακή, η κατάσταση του φυλακισμένου ή του υποδίκου
3. (νομ.) ποινή στερητική της ελευθερίας και διάρκειας από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στους δράστες πλημμελημάτων και εκτίεται στις φυλακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλακίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φυλάκισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].