Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλάκιση

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

η, Ν
1. εγκλεισμός σε φυλακή
2. το να είναι κανείς μέσα στη φυλακή, η κατάσταση του φυλακισμένου ή του υποδίκου
3. (νομ.) ποινή στερητική της ελευθερίας και διάρκειας από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στους δράστες πλημμελημάτων και εκτίεται στις φυλακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλακίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φυλάκισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].