μαστιγονόμος

From LSJ
Revision as of 11:16, 8 December 2018 by Spiros (talk | contribs)

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῑγονόμος Medium diacritics: μαστιγονόμος Low diacritics: μαστιγονόμος Capitals: ΜΑΣΤΙΓΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: mastigonómos Transliteration B: mastigonomos Transliteration C: mastigonomos Beta Code: mastigono/mos

English (LSJ)

ον,

   A = μαστιγοφόρος, Plu.2.553a.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
inspecteur de police armé d’un fouet.
Étymologie: μάστιξ, νέμω.

Greek Monolingual

μαστιγονόμος, ον (Α)
κατώτερος αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσο-νόμος, σιτο-νόμος)].