Κυκλειών
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, name of month at Ceos, Ath.Mitt.49.138 (iv B.C.).
Greek Monolingual
Κυκλειών, -ῶνος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στην Κέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επίθημα -ιών, που απαντά συχνά σε ονομασίες μηνών (πρβλ. Ανθεστηρ-ιών, Ελαφηβολ-ιών)
το -ει- του τ. κατ' επίδραση του Κύκλεια, ονομασία γιορτής].