αντικόβω

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

κ. -κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, -σκόφτω)
1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ
2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω
μσν.- νεοελλ.
διακόπτω
αρχ.
1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι
2. προβάλλω αντιρρήσεις
3. πνέω αντίθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + κόπτω. Ο τ. αντισκόβω ή αντισκόφτω προήλθε από την προσθήκη του -σ- πριν από σύμφωνο στη μέση της λέξης. Πρόκειται για γλωσσικό φαινόμενο που παρατηρείται πολύ σπάνια (σε αντίθεση με την προσθήκη του -σ-στην αρχή λέξεων, η οποία είναι πολύ πιο συχνή) και που εξηγείται είτε από αναλογία προς άλλες συγγενείς λέξεις είτε από παρετυμολογία (πρβλ. ανασκουμπώνω-ανακουμπώνω, απόσοντα-απόκοντα κ.ά.)].