ασταφίς
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Greek Monolingual
ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α)
1. η σταφίδα
2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.-Αττ.) είναι πιθ. ο αρχαιότερος. Το θέμα των τ. θυμίζει αυτό της λ. σταφυλή «τσαμπί», ενώ η κατάλ. συνδέεται με άλλους όρους, οι οποίοι αναφέρονται σε μέρη φυτών ή φυτικά προϊόντα, πρβλ. κεδρίς, κεφαλίς. Το α- του τ. ασταφίς ή είναι προθεματικό ή προϊόν φωνηεντικής μετάπτωσης, ο δε τ. σταφίς πιθ. < ασταφίς, με σίγηση του α-].