ατραπός
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Greek Monolingual
η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός)
στενό πέρασμα, μονοπάτι
νεοελλ.
(τοπογρ.) όρος που χαρακτηρίζει φυσικές στενές διελεύσεις ορεινών εδαφών, βατές μόνο από πεζούς και ζώα, οι οποίες δημιουργούνται από τη συχνή διέλευση μικρών ζώων (όπως αιγοπρόβατα κ.ά.)
αρχ.
1. πορεία ή κατεύθυνση στη ζωή, τρόπος ζωής
2. «μύρμηκος ἀτραπός» — ανεβοκατεβάσματα της φωνής από κιθαριστή ή τραγουδιστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ατραπός < α- (αθροιστικό) + (θ.) τραπ- (συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας trep- «πατώ, τρέχω με μικρά βήματα, ποδοκροτώ) του ρ. τραπέω «πατώ, καταπατώ» (πρβλ. και τροπέοντο «επάτουν», Ησύχ.), ενώ η σύνδεση με το τρέπω δεν είναι τόσο ικανοποιητική. Τη λ. ατραπός χρησιμοποίησε ο Ηρόδοτος προκειμένου να δηλώσει το μονοπάτι από το οποίο οι Πέρσες περικύκλωσαν τις Θερμοπύλες].