αλέα

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

(I)
ἀλέα, η (Α)
1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση
2. καταφύγιο, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF- (< θ. του ρημ. ἀλέομαι)
πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή.———————— (II)
ἀλέα, η (Α)
1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα
2. θερμό μέρος
(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)
3. αιτία, πηγή θερμότητας
4. θερμότητα ζωική ή σωματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέα, λόγω της καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής.———————— (III)
η
δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].