ἅγος
From LSJ
French (Bailly abrégé)
v. ἄγος¹.
Greek Monotonic
ἅγος: ή ἄγος[ᾰ], -εος, τὸ (βλ. ἅζομαι),
I. οποιοδήποτε αντικείμενο θρησκευτικού φόβου ή ευλάβειας·
1. όπως το Λατ. piaculum, αυτό που απαιτεί εξαγνισμό, κατάρα, μίασμα, ενοχή, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. πρόσωπο ή πράγμα μιαρό, βδέλυγμα, μίασμα, σε Σοφ., Θουκ.
3. εξαγνισμός, εξιλέωση, σε Σοφ.
II. με θετική σημασία = σέβας, ευλάβεια, σεβασμός, σε Ομηρ. Ύμν.