ἀμβολιεργός

From LSJ
Revision as of 17:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβολιεργός Medium diacritics: ἀμβολιεργός Low diacritics: αμβολιεργός Capitals: ΑΜΒΟΛΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: amboliergós Transliteration B: amboliergos Transliteration C: amvoliergos Beta Code: a)mboliergo/s

English (LSJ)

όν, poet. for ἀναβολ-, (

   A ἀναβάλλω B. 11) putting off work, dilatory, ἀνήρ Hes.Op.413; τινός or ἔν τινι in a thing, Plu.2.548d, 118c.

German (Pape)

[Seite 119] (ἀναβάλλω), die Arbeit aufschiebend, saumselig, Hes. O. 411 u. Sp. D.; τοῦ κακῶς ποιεῖν Plut. S. N. V. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβολιεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολ. - (ἀναβάλλω Β. ΙΙ.) ὁ τὸ ἔργον αὐτοῦ ἀναβάλλων, ἀμελὴς ἀνήρ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 411· τινὸς ἢ ἔν τινι ὡς πρός τι πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 548D, 118C.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui remet ou ajourne une tâche.
Étymologie: ἀμβολή, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν
1 que deja el trabajo para más tarde, que retrasa el trabajo, ἀνήρ Hes.Op.413.
2 dilatorio, que retrasa τοῦ κακῶς ποιεῖν de un dios, Plu.2.548d, σιωπή Nonn.D.42.156.

Greek Monotonic

ἀμβολιεργός: -όν, ποιητ. αντί ἀναβολ- (ἀναβάλλω II, ἔργον), αυτός που αναβάλλει μια εργασία, αμελής, κωλυσιεργός, σε Ησίοδ., Πλούτ.