ἁμαρτωλή
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ,
A = ἁμαρτία, Thgn.327, Rhian.1.12; ἁ. διαίτης Aret. CD1.6.
German (Pape)
[Seite 117] ἡ, Fehler, Vergehen, Theogn. 325 u. öfter; Rhian. 1. νόοιο.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτωλή: ἡ, = ἁμαρτία, Θέογν. 327, Ριανὸς (1. 12) παρὰ Στοβ. 54. 19· ἁμ. διαίτης, Ἀρεταῖ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 desatino, fallo, error, falta ἁμαρτωλαὶ γὰρ ἐν ἀνθρώποισιν ἕπονται θνητοῖς Thgn.327, cf. 325, νόοιο Rhian.1.12, ἁ. διαίτης Aret.SD 1.6.2, cf. S.Fr.999, Phryn.Trag.16c.
2 agravio, ofensa σ' ἐφ' ἁμαρτωλῇ τίσομαι me vengaré por tu agravio Thgn.1248.
Greek Monolingual
ἁμαρτωλή, η (Α)
η αμαρτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτάνω.
ΠΑΡ. ἁμαρτωλός
αρχ.
ἁμαρτωλία.
Greek Monotonic
ἁμαρτωλή: ἡ, ποιητ. αντί ἁμαρτία, σε Θέογν. κ.λπ.